- χρηματιστικός
- η , ό[ν]1) денежный, финансовый, валютный;
χρηματιστικό κεφάλαιο — финансовый капитёл;
2) биржевой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρηματιστικό κεφάλαιο — финансовый капитёл;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρηματιστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστικός — ή, ό / χρηματιστικός, ή, όν, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες») 2. φρ. α) «χρηματιστικό κεφάλαιο» (οικον.) το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… … Dictionary of Greek
χρηματιστικά — χρηματιστικός of neut nom/voc/acc pl χρηματιστικά̱ , χρηματιστικός of fem nom/voc/acc dual χρηματιστικά̱ , χρηματιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστικώτερον — χρηματιστικός of adverbial comp χρηματιστικός of masc acc comp sg χρηματιστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστικῶν — χρηματιστικός of fem gen pl χρηματιστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστικόν — χρηματιστικός of masc acc sg χρηματιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστικαῖς — χρηματιστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστικαί — χρηματιστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστικοῖς — χρηματιστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστικοί — χρηματιστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστικοῦ — χρηματιστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)